θεικῆς

θεικῆς
θεικός
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νέμεση — η (Α νέμεσις, επικ. τ. νέμεσσις) 1. δίκαιη τιμωρία αξιόποινης πράξης, ποινή 2. η θεϊκή τιμωρός δύναμη, η θεϊκή οργή που πλήττει αυτόν που ασεβεί ή αδικεί, η θεία δίκη («μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβεν ἐκ θεοῡ νέμεσις μεγάλη Κροῑσον», Ηρόδ.) 3. ως …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • δαιμονώ — δαιμονῶ ( άω) (AM) [δαίμων] 1. έχω καταληφθεί από δαίμονα 2. είμαι τρελός μσν. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ δαιμονῶν ο δαιμονισμένος αρχ. υποφέρω από επέμβαση θεϊκής δύναμης («δαιμονᾷ δόμος κακοῑς») …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • θέωση — η (ΑΜ θέωσις) [θεώ] το να καταστεί κάποιος ή κάτι θεϊκό, να μετάσχει στην ουσία τού θεού («τὴν θέωσιν τῆς σαρκὸς γενέσθαι δοξάζομεν» πιστεύουμε ότι η σάρκα η ανθρώπινη μετέσχε τής θεϊκής ουσίας, ενώ ο θεός είναι πνεύμα, Δαμασκ.) …   Dictionary of Greek

  • θεολογία — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… …   Dictionary of Greek

  • θεολόγια — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”